- λινόδεσμος
- λινόδεσμος, -ον (Α)λινόδετος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λινόδεσμον — λινόδεσμος masc/fem acc sg λινόδεσμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοδέσμου — λινόδεσμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοδέσμῳ — λινόδεσμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek